Εφαρμογή του

revendeur στα ελληνικά
revendeur
λέγεται
ρεβανντέρ
.
revendeur
σημαίνει στα ελληνικά
πωλητής
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- revendeur : μεταπωλητής
- petit revendeur : μικροπρομηθευτές ναρκωτικών / μικρολαθρέμπορος
- usager revendeur / trafiquant intoxiqué : τοξικομανής λαθρέμπορος
- assujetti-revendeur : υποκείμενος στο φόρο μεταπωλητής
- revendeur de carburants : μεταπωλητής καυσίμων
- prix facturé au revendeur : τιμή που εφαρμόζεται στο φορέα λιανικής διάθεσης
- revendeur de drogues dures / petit trafiquant de drogues dures : μικροπωλητής σκληρών ναρκωτικών
- réseau de petits revendeurs : δίκτυο μικροπρομηθευτών ναρκωτικών
Subscribe
0 Comments