Εφαρμογή του

revêtir στα ελληνικά
revêtir
λέγεται
ρεβετίρ
.
revêtir
σημαίνει στα ελληνικά
επενδύω / ενδύομαι / καλύπτω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- revêtu : επενδυμένος
- tube revêtu : μονωμένος αγωγός
- fibre gainée / fibre revêtue : Eπικαλυμμένη ίνα
- tôle revêtue : επενδεδυμένη λαμαρίνα
- route revêtue : οδός με οδόστρωμα / οδός με στρώση επένδυσης
- panneau revêtu : επενδεδυμένο πανό
- panneau revêtu : ξυλόπλακα με επικάλυψη / επενδεδυμένη μοριοσανίδα
- placage revêtu / placage de valeur : διακοσμημένος καπλαμάς
- tôles revêtues : λαμαρίνες με επένδυση
- revêtu en usine : επενδεδυμένο στο εργοστάσιο
Subscribe
0 Comments