Εφαρμογή του

ringard στα ελληνικά
ringard
λέγεται
ρενγκάρ
.
ringard
σημαίνει στα ελληνικά
ξεπερασμένος / παλιός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ringard : ράβδος ανάδευσης
- ringard : σκάλιθρο / λοστός πυρών λέβητα
- ringard : σφήνα
- ringard : ξύστρα
- pompe / ringard à pomper : ράβδος άντλησης
- pare-ringard : δακτύλιος αντιπυρικός στη θυρίδα της εστίας
Subscribe
0 Comments