Εφαρμογή του

rivage στα ελληνικά
rivage
λέγεται
ριβάζ
.
rivage
σημαίνει στα ελληνικά
παραλία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- carrelet / filet soulevé manoeuvré du rivage : μπέντουλας ακτής / δίχτυ που βυθίζεται κρεμασμένο και μανουβράρεται από τη στεριά
- ligne de rivage : ακτογραμμή
- ligne de rivage : ακτογραμμή / γραμμή όχθης ενός ποταμού
- effet de rivage : επίδραση γραμμής ακτής
- hirondelle de rivage : οχθοχελίδονο
- hirondelle de rivage : riparia paludicola / αφρικανοορθοχελίδονο
- rivage en pente douce : ακτή μικρής κλίσης
- construction de rivage : κυματοθραύστης
- distributeur placé sur le rivage : διανομεύς επί όχθης
Subscribe
0 Comments