Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

robuste στα ελληνικά
robuste
λέγεται
ρομπύστ
.
robuste
σημαίνει στα ελληνικά
γερός / ρωμαλέος / γεροδεμένος / εύρωστος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- robuste : ισχυρός
- robuste : βαρύ έργου / βαριάς χρήσης
- mandat robuste : στιβαρή εντολή
- lisière robuste : ταινία ούγιας
- robuste à l'équerrage / résistant au gauchissement : ανθεκτικός σε συστροφή / ανθεκτικός σε στρέβλωση
- colis industriel robuste : συσκευασία βαρέως τύπου
Subscribe
0 Comments


