Εφαρμογή του

rodage στα ελληνικά
rodage
λέγεται
ροντάζ
.
rodage
σημαίνει στα ελληνικά
στρώσιμο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- rodage : χρόνος εκκίνησης
- rodage / pierrage : χόνινγκ
- rodage : στρώσιμο
- honing / rodage : υπερλείανση / εσωτερική κυλινδρική λείανση αποπεράτωσης
- rodage au rodoir : λείανση με αλοιφή
- rodage sphérique : σφαιρική βαλβίδα
- soupape de rodage : εδραζομένη βαλβίδα
- soupape de rodage / dispositif de rodage : εργαλείο λειάνσεως έδρας βαλβίδας
- période de rodage : περίοδος στρωσίματος
- rodage de soupape / rectification de soupape : λείανση βαλβίδων / "τρίψιμο" βαλβίδων
Subscribe
0 Comments