Εφαρμογή του

rôder στα ελληνικά
rôder
λέγεται
ροντέ
.
rôder
σημαίνει στα ελληνικά
περιφέρομαι / τριγυρίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- embarder / faire une embardée : παροιακίζω / παρατιμονιάζω
- bord rodé : διαβρωμένο άκρο
- bord rodé / bord façonné : Tελειωμένη λειασμένη άκρη
- joint douci / bord rodé dépoli : στρογγυλό μπιζουτάρισμα άκρων
- bouchon rodé / bouchon à l'éméri : πώμα εσμυρισμένης υάλου
- bouchon rodé : εσμυρισμένο πώμα
- pâte à roder : σμυριδαλοιφή / αλοιφή λειάνσεως
- bouchon rodé / bouchon à l'émeri : εσμυρισμένο πώμα
- capuchon rodé / capuchon en verre : Γυάλινο πώμα
- machine à roder : μηχανή για ξύσιμο
Subscribe
0 Comments