Εφαρμογή του

roter στα ελληνικά
roter
λέγεται
ροτέ
.
roter
σημαίνει στα ελληνικά
ρεύομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- roter / éructer : ρεύγομαι
- ROTA / contamination involontaire : ROTA / απελευθέρωση ουσιών χωρίς επίθεση
- comité Rota : εγκριτική επιτροπή / επιτροπή εγκρίσεων
Subscribe
0 Comments