Εφαρμογή του

rôtir στα ελληνικά
rôtir
λέγεται
ροτίρ
.
rôtir
σημαίνει στα ελληνικά
ψήνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- prêt à rôtir : έτοιμο για ψήσιμο
- langue rôtie : γλωσσοπύρωσις
- poulet à rotir : κοτόπουλο έτοιμο για ψήσιμο
- plaque à rôtir : ταψί ψησίματος / λαμαρίνα ψησίματος
- viande à rôtir : κρέας για φαγητό
- canard à rôtir : παπί για ψήσιμο
- taille de Côte-rôtie : κλάδεμα COTE-ROTIE / κλάδευση COTE-ROTIE
- poulet à rôtir découpé : τεμαχισμένο κοτόπουλο για ψήσιμο
Subscribe
0 Comments