Εφαρμογή του

roue στα ελληνικά
roue
λέγεται
ρου
.
roue
σημαίνει στα ελληνικά
ρόδα / τροχός / roue de secours ρεζέρβα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- roue / rouet : πτερωτή
- roue : γρανάζι / οδοντοτροχός
- roue : τροχός
- roue / disque de turbine : δίσκος ατμοστροβίλου
- roue : φτερωτή
- roue : τροχός / οδοντοτροχός
- ABR / S.A.B. : σύστημα αντιεμπλοκής των τροχών κατά την πέδηση
- benne / remorque à un essieu : δίτροχος ρυμούλκα / μονοαξονική ρυμούλκα
- moyeu / centre de la roue hélicoïdale : πλήμνη ελικοειδούς κορώνας / ομφαλός ελικοειδούς κορώνας
Subscribe
0 Comments