Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

rouiller στα ελληνικά
rouiller
λέγεται
ρουγέ
.
rouiller
σημαίνει στα ελληνικά
σκουριάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- mildiou / mildiou de la vigne : περονόσπορος / περονόσπορος της αμπέλου
- rouille : σκωρία,κν.σκουριά
- rouille : σκωρίαση / σκούριασμα
- rouge / rouille : "ποτέ" / "ροσέτο"
- rouille : σκουριά
- charbon / anthracnose : βλογιά / άνθρακας
- rouille : σκωρίαση
- corrodé / rouillé : διαβρωμένος / σκουριασμένος
- dérouiller / enlever la rouille : αφαιρώ την σκουριά / εκτρίβω την σκουριά
Subscribe
0 Comments


