Εφαρμογή του

roulement στα ελληνικά
roulement
λέγεται
ρουλμάν
.
roulement
σημαίνει στα ελληνικά
κύλημα / περιτροπή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- roulement : ρουλεμάν
- roulement / rotation du personnel : κύκλος κινήσεως εργαζομένων / εναλλαγή του προσωπικού στις θέσεις εργασίας
- enroulage / roulement : τύλιγμα / περιέλιξη σε κυλινδρικό ρολό
- roulement : κύκλωμα γραφικό
- roulement / roulement du matériel : κύλιση / κύλιση τροχαίου υλικού
- roulement / roulement radial : ρουλεμάν ακτινικού φορτίου
- rotation / roulement : εκ περιτροπής απασχόληση
- coulisses / glissières : τροχιές κύλισης
- roulements : περίοδοι 1:1
Subscribe
0 Comments