Εφαρμογή του

roumain στα ελληνικά
roumain
λέγεται
ρουμέν
.
roumain
σημαίνει στα ελληνικά
Ρουμάνος / ρουμανικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- Sénat roumain / MUL : Γερουσία της Δημοκρατίας της Ρουμανίας
- leu roumain : ρουμανικό λέι
- loche roumaine : φιδόψαρο της Ρουμανίας
- Section roumaine / MUL : Ρουμανικός τομέας
- perche-chabot roumaine : πέρκα της Ρουμανίας
- Chambre des députés roumaine / MUL : Βουλή της Δημοκρατίας της Ρουμανίας
- Unité de la traduction roumaine / MUL : Μονάδα Ρουμανικής Μετάφρασης
- Unité de l'interprétation roumaine / MUL : Μονάδα Ρουμανικής Διερμηνείας
Subscribe
0 Comments