Εφαρμογή του

rouvrir στα ελληνικά
rouvrir
λέγεται
ρουβρίρ
.
rouvrir
σημαίνει στα ελληνικά
ξανανοίγω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- rouvrir le délai : επανέναρξη της προθεσμίας
- rouvrir la procédure : κινώ εκ νέου τη διαδικασία
- rouvrir la procédure : επανάληψη της διαδικασίας
Subscribe
0 Comments