Εφαρμογή του

ruban στα ελληνικά
ruban
λέγεται
ρυμπάν
.
ruban
σημαίνει στα ελληνικά
κορδέλα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- mèche / ruban : κλώσμα / φυτίλι
- ruban : ταινία
- bau / ruban : ζυγό καταστρώματος
- ruban / ruban de fibres : φυτίλι
- ruban : κορδέλιασμα
- ruban / ruban métrique : αδιάσταλτη κορδέλα μέτρησης
- ruban / scie à ruban : Πριονοταινία / πριονοκορδέλλα
- ruban / scie à ruban : ατέρμονο πριόνι / Λεπίδα πριονοταινίας
- ruban : κορδέλα
- tops / ruban de préparation : tops / ταινίες προπαρασκευής
Subscribe
0 Comments