Εφαρμογή του

rude στα ελληνικά
rude
λέγεται
ρυντ
.
rude
σημαίνει στα ελληνικά
τραχύς / δεινός / σκληρός / απότομος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- rude / rugueux : δριμύς
- poil rude : άγριο τρίχωμα
- sagre rude / MUL : μεγάλος μαυροαγκαθίτης
- cèpe rude / bolet raboteux : βολέτος ο τραχύς
- millet rude : μίλιο το εαρινό
- onagre rude : οινοθήρα η μικρόφυλλη
- pâturin rude / pâturin commun : πόα η κοινή / τραχεία λειβαδοπόα
- laiteron rude / laiteron épineux : τραχύς ζωχός / σόγχος ο τραχύς
- lime taille rude : λίμα με τραχειά κόψη
Subscribe
0 Comments