Εφαρμογή του

ruisseau στα ελληνικά
ruisseau
λέγεται
ρυισό
.
ruisseau
σημαίνει στα ελληνικά
ρυάκι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ruisseau : ρυάκι
- caniveau / ruisseau : ρείθρο
- ruisseau : ρύαξ
- truite rouge / truite de lac : σαλβελίνος / λιμνοπέστροφα
- bergeronnette des ruisseaux : σταχτοσουσουράδα
- prospection de sédiments de ruisseau : έρευνα ιζημάτων ρευμάτων
- le canal est alimenté par des ruisseaux : η διώρυγα τροφοδοτείται από ρυάκια
Subscribe
0 Comments