Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

rut στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
rut
λέγεται
ρυτ
.
rut
σημαίνει στα ελληνικά
γενετήσια ορμή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • rut / chaleur : οίστρος / οργασμός
  • rut / oestrus : οίστρος / οργασμός
  • être en rut / être en chaleur : είναι σε οργασμό
  • saison de rut / saison de monte : περίοδος οχείας
  • période du rut / période de chaleur : περίοδος οργασμού
  • période de rut : εποχή οργασμού / περίοδος οργασμού

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest


0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments