Εφαρμογή του

sable στα ελληνικά
sable
λέγεται
σαμπλ
.
sable
σημαίνει στα ελληνικά
άμμος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- sable : κοκκοειδές υλικό
- sable : άμμος
- sable / grès(F) : άμμος λειάνσεως
- sablé / crêpe sablé : ύφασμα κρεπ ντε σιν χονδρό
- piqûre / trou de sable : τρύπες από άμμο
- sabler / décaper au jet de sable : καθαρίζω με αμμοβολή / επεξεργάζομαι επιφάνεια με αμορριπή
- enrobé / sable enrobé : αμμοάσφαλτος
- sabler : αφαιρώ την άμμο με λειαντικά μέσα
Subscribe
0 Comments