Εφαρμογή του

sacrer στα ελληνικά
sacrer
λέγεται
σακρέ
.
sacrer
σημαίνει στα ελληνικά
στέφω / χειροτονώ / χρίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ibis sacré : ίβις η ιερή / ίβις η αιθιοπική
- lotus sacré / lotus indien : νελούμβιον το κομψόν
- texte sacré : ιερό βιβλίο
- livre sacré : ιερό βιβλίο
- herbe sacrée : ιεροχλόη η εύοσμη
- faucon sacre : κυνηγογέρακας
- crête sacrée : μέση ιερή ακρολοφία
- plexus sacré : ιερό πλέγμα
- vertèbre sacrée : ιερό οστό
Subscribe
0 Comments