Εφαρμογή του

saisissant στα ελληνικά
saisissant
λέγεται
σεζισάν
.
saisissant
σημαίνει στα ελληνικά
συναρπαστικός / τσουχτερός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- lex fori / loi du for : το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή
- actif saisi / bien saisi : Στοιχείο ενεργητικού προς ρευστοποίηση
- exécution / saisie exécution : αναγκαστική πώληση ενεχύρων
- tiers saisi : τριτοφειλέτης
- date saisie / date de saisie : ημερομηνία λήξεως
- drogue saisie : κατασχεθέν ναρκωτικό
- saisie / pupitrage : στοιχειοθεσία
- saisie-arrêt : κατάσχεση
- entrée / saisie : Είσοδος
Subscribe
0 Comments