Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

salade στα ελληνικά
salade
λέγεται
σαλάντ
.
salade
σημαίνει στα ελληνικά
σαλάτα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cochet / chopine : πικραλίδα
- brassin / maische : γλεύκος
- betterave rouge / betterave potagère : εδώδιμα τεύτλα / τεύτλα για σαλάτα
- panier à salade : καλάθι για σαλάτες / δικτυωτό πλυσίματος σαλάτας
- salade de serre / salade produite sous serre : σαλατικά θερμοκηπίου
- salade de fruits / macédoine (de fruits) : φρουτοσαλάτα
- betterave à salade : κοκκινογούλι για σαλάτα
- puceron des salades : καστανή αφίδα των θριδάκων
Subscribe
0 Comments


