Εφαρμογή του

sale στα ελληνικά
sale
λέγεται
σαλ
.
sale
σημαίνει στα ελληνικά
βρόμικος / παλιός / χάλια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- sale : ακάθαρτος
- salé : αλατισμένος
- fiel / eau salée : αλμυρά ύδατα
- salé : αλμυρή
- IBEX / programme de salons inversés : πρόγραμμα διεθνών εκθέσεων αγοραστών
- salant : αλίπεδο
- DDR / arme radiologique : μηχανισμός διασκορπισμού ραδιενέργειας
- pré salé : αλμυρός λειμώνας
- lac salé : αλμυρή λίμνη
- eau salée : αλμυρό νερό
Subscribe
0 Comments