Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

salin στα ελληνικά
salin
λέγεται
σαλέν
.
salin
σημαίνει στα ελληνικά
αλυκή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- salin : αλατούχος
- Pb304 / minium : Pb3O4 / μίνιο
- STP / SSTP : PBS / ρυθμιστικό διάλυμμα φωσφορικών
- saumure / eau saline : άλμη / σαλαμούρα
- sol salin : αλατούχον έδαφος
- Solonchak / Solontchak : Solonchak / Solontchak
- noyau salin : πυρήνας από θαλασσινό αλάτι
- pile saline : αλατούχα ηλεκτρική στήλη
- engrais salin / engrais cristallin : κρυσταλλικό λίπασμα
- cavité saline / cavité dans le sel : κοιλότητα αλατιού
Subscribe
0 Comments


