Εφαρμογή του

satisfaisant στα ελληνικά
satisfaisant
λέγεται
σατισφεζάν
.
satisfaisant
σημαίνει στα ελληνικά
ικανοποιητικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- quasi-satisfaire : ικανοποιητική λύση
- résultat / réponse positive : απάντηση
- emploi convenable / emploi satisfaisant : πρόσφορη θέση εργασίας / κατάλληλη θέση εργασίας
- rythme satisfaisant : ικανοποιητικός ρυθμός
- économiquement efficient / d'un rapport coût : οικονομικά αποδοτικός
- vision sûre des couleurs / perception satisfaisante des couleurs : οπτοχρωματικά ασφαλής
- fonctionnement satisfaisant : απρόσκοπτη λειτουργία / λειτουργία χωρίς βλάβες
- algorithme quasi-admissible / recherche qui "satisfait à" : διερεύνηση ικανοποιητικής λύσης
- offre d'emploi non satisfaite : προσφορά θέσεων εργασίας που δεν ικανοποιήθηκε
- Taux de soumissions satisfaites : αναλογία προσφοράς - κάλυψης
Subscribe
0 Comments