Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

saut στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
saut
λέγεται
σο
.
saut
σημαίνει στα ελληνικά
πήδημα / άλμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • saut / lutte : επίβαση
  • bond / saut : άλμα / πήδημα
  • saut / dérive : ολίσθηση
  • saut : άλμα
  • haie / haie de saut : εμπόδιο
  • jumping international / concours international de saut d'obstacles : διεθνής ιππικός αγώνας εμποδίων
  • stick / groupe de saut : ομοριπτόμενοι αλεξιπτωτιστές
  • SF / saut de fréquence : άλματα συχνότητας / πήδημα συχνότητας
  • négligé / déshabillé : νεγκλιζέ / ελαφρή ρόμπα για το σπίτι
  • saut forcé / saut imposé : σταθερή διακοπή / αμετάβλητη διακοπή

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments