Εφαρμογή του

sauterelle στα ελληνικά
sauterelle
λέγεται
σοτρέλ
.
sauterelle
σημαίνει στα ελληνικά
ακρίδα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- sauterelle : ορθόπτερα (ακρίδες
- sauterelle : ακρίδα
- sauterelle : ελατηριωτός συνδετήρας
- mat / dearge : διαβάθρα
- sauterelle : ορθόπτερα (ακρίδες)
- sauterelle : ελαφριά ανηφορική μεταφορική ταινία
- sauterelle : κεκλιμένο επίπεδο μεταφοράς υλικών
Subscribe
0 Comments