Εφαρμογή του

scierie στα ελληνικά
scierie
λέγεται
σιρί
.
scierie
σημαίνει στα ελληνικά
πριονιστήριο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- scierie à ruban : Πριονιστήριο με ιμάντα πριονιστήριο με κορδέλα
- scierie sur l'eau : Παραθαλάσσιο ή παραποτάμιο πριστήριο
- scierie de reprise / scierie de resciage : εργοστάσιο επανάπρισης
- agent de scierie(h/f) : τεχνίτης ξυλουργείου(α/γ)
- scieur-débiteur de bois / scieur en scierie(B + L) : πριονιστής ξύλου
- scierie à châssis vertical : Πριστήριο με καταρράκτη
- scierie à scies circulaires : Πριονιστήριο με δισκοπρίονα
Subscribe
0 Comments