Εφαρμογή του

sec στα ελληνικά
sec
λέγεται
σεκ
.
sec
σημαίνει στα ελληνικά
ξερός / στεγνός / σκέτος / απότομος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- SEC / Système européen de comptes économiques intégrés : ΕΣΟΛ / Ευρωπαϊκό Σύστημα Ολοκληρωμένων Οικονομικών Λογαριασμών
- SEC / système européen de comptes économiques intégrés : ΕΣΟΛ / Ευρωπαϊκό Σύστημα Ολοκληρωμένων Οικονομικών Λογαριασμών
- SGC / secrétariat général : ΓΓΣ / Γραμματεία του Συμβουλίου
- SEC / société coopérative européenne : ΕΣΕτ / ευρωπαϊκή συνεταιριστική εταιρία
- SEC / suppression d'écho court : καταστολέας βραχέων αντηχήσεων
- sec / cassant : ψαθυρός
- fin / sec : ευαίσθητος
- sec : ξηρός
- sec : κατ
- sec : ξηρό
Subscribe
0 Comments