Εφαρμογή του

sécher στα ελληνικά
sécher
λέγεται
σεσέ
.
sécher
σημαίνει στα ελληνικά
ξεραίνω / στεγνώνω / κάνω κοπάνα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- sécher / essuyer : ξηραίνω
- sécher : στεγνώνω
- seiche / seiche commune : CTC / σουπιά
- sèche / seiche : σουπιά
- vallon / vallée sèche : ταπείνωση / απομονωμένο φυσικό βύθισμα
- mérule / pourriture sèche : ερυθρά σήψις του ξύλου(οφειλομένη εις τον μύκητα Merulius Lacrymans)
- drèche / drèches séchées de brasserie : αποξηραμένος σπόρος ζυθοποιΐας
- sol sec / terrain sec : ξηρά γη / ξηρό έδαφος
- étuve / étuve sèche : επωαστικός κλίβανος
- M.S. / matière sèche : ξηρά ουσία / στερεό υπόλειμμα
Subscribe
0 Comments