Εφαρμογή του

secret στα ελληνικά
secret
λέγεται
σεκρέ
.
secret
σημαίνει στα ελληνικά
μυστικός / κρυφός / απόρρητος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- secret / clandestin : μυστικός
- secret : απόρρητο
- secret / secret statistique : στατιστικό μυστικό / στατιστικό απόρρητο
- secret : απόρρητος
- SECRET UE/EU SECRET : SECRET UE/EU SECRET
- CE-secret : ΕΚ-απόρρητο
- CSE / connaissances secrètes de l'Euratom : ΔΓΕ / διαβαθμισμένες γνώσεις της Ευρατόμ
- clé privée / clé secrète : μυστικό κλειδί / ιδιωτικό κλειδί
- rétro-ingénierie / ingénierie inverse : ανάδρομη τεχνική έρευνα
Subscribe
0 Comments