Εφαρμογή του

secteur στα ελληνικά
secteur
λέγεται
σεκτέρ
.
secteur
σημαίνει στα ελληνικά
τομέας / περιοχή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- secteur : τμήμα
- secteur / coulisse de Stephenson : τόξο Stephenson / τόξο αναστροφής μηχανής
- secteur : τεταρτοκύκλιο
- secteur : τομέας / φύλλο θυροφράγματος
- secteur : τομέας
- secteur / secteur d'un feu à secteurs : τομέας ενός φανού με τομείς
- secteur / secteur institutionnel : τομέας / θεσμικός τομέας
- secteur / réseau électrique : ηλεκτρικό δίκτυο
- CARS 21 / Cadre réglementaire concurrentiel pour le secteur automobile au XXIe siècle : CARS 21 / Ανταγωνιστικό πλαίσιο για την αυτοκινητοβιομηχανία τον 21ο αιώνα
Subscribe
0 Comments