Εφαρμογή του
sédiment στα ελληνικά
sédiment
λέγεται
σεντιμάν
.
sédiment
σημαίνει στα ελληνικά
ίζημα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- sédiment : προσχωματικόν ίζημα / προσχωματικόν υλικόν
- sédiment : κατακάθισμα
- sédiment : ίζημα/προσχωματικό υλικό
- sédiment : ίζημα
- sel marin / sédiments marins : θαλάσσιο άλας
- curette / tube à sediment : αμμαντλία / σωλήνας ιζήματος
- sédiment marin : θαλάσσιο ίζημα
- sédiment meuble : χαλαρό ίζημα / ασύνεκτο ίζημα
- écran à sédiments : αμμοκόσκινα / αντιπροσχωματικά προκαλύμματα
- sédiment urinaire : ίζημα ούρων
Subscribe
0 Comments