Εφαρμογή του

sein στα ελληνικά
sein
λέγεται
σεν
.
sein
σημαίνει στα ελληνικά
βυζί / μαστός / στήθια / au sein de μέσα σε
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- sein : μαστός
- EJT / Troisième programme commun visant à favoriser l'échange de jeunes travailleurs au sein de la Communauté : Τρίτο κοινό πρόγραμμα για την ενθάρρυνση της ανταλλαγής νέων εργαζομένων εντός της Κοινότητας
- EJT / Troisième programme commun visant à favoriser l'échange de jeunes travailleurs au sein de la Communauté (1985-1991) : EJT / Τρίτο κοινό πρόγραμμα για την ενθάρρυνση της ανταλλαγής νέων εργαζομένων εντός της Κοινότητας (1985-1991)
- Agence européenne pour la gestion opérationnelle des systèmes d’information à grande échelle au sein de l'espace de liberté, de sécurité et de justice / eu-LISA : Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης / eu-LISA
- COMPRO / Comité pour la simplification des procédures du commerce international au sein de la Communauté européenne : COMPRO / Επιτροπή για την Απλοποίηση των Διαδικασιών του Διεθνούς Εμπορίου στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
- tire-lait / pompe à sein : θήλαστρο / εκμυζητήρας γάλακτος
- nourrisson / enfant nourri au sein : βρέφος / θηλάζον βρέφος
- viol conjugal / viol au sein du couple : βιασμός μεταξύ συντρόφων
- refus du sein : φόβος για τη θηλή του μαστού
Subscribe
0 Comments