Εφαρμογή του

semer στα ελληνικά
semer
λέγεται
σεμέ
.
semer
σημαίνει στα ελληνικά
σπέρνω / παρατάω / ξεφεύγω / αφήνω πίσω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- semer / ensemencer : σπέρνω / σπείρω
- semer : δαμαλίζω / εμβολιάζω
- semer : εμβολιάζω / εκτελώ εμβολιασμό
- engrais semé : ενθετικά λιπάσματα
- semer en lignes : σπείρω κατά γραμμάς
- semer à la volée : σπέρνω στα πεταχτά
- trèfle semé sur chaume : τριφύλλι που έχει σπαρεί στην καλαμιά
- semer sous couverture : συγκαλλιεργώ
- culture intercalaire semée : εμβόλιμος καλλιέργεια
- enroulement à fils semés par l'entaille : τύλιγμα αύλακος
Subscribe
0 Comments