Εφαρμογή του

sensibiliser στα ελληνικά
sensibiliser
λέγεται
σανσιμπιλιζέ
.
sensibiliser
σημαίνει στα ελληνικά
ευαισθητοποιώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- R42 / R43 : R42 / R43
- sensibilisant : ευαισθητοποιός ουσία
- sensibilise : ευαισθητοποιημένο εκρηκτικό
- sensibilisé : Ευαισθητοποιημένο
- tissu sensibilisé : ευαισθητοποιημένο ύφασμα
- papier sensibilisé : ευαισθητοποιημένο χαρτί
- carton sensibilisé : ευαισθητοποιημένο χαρτόνι
- cobaye sensibilisé : ευαισθητοποιημένο ινδικό χοιρίδιο
- photosensibilisant / substance sensibilisante : φωτοευαισθητοποιητής
- effet sensibilisant : ευαισθητοποιός δράση
Subscribe
0 Comments