Εφαρμογή του

séparer στα ελληνικά
séparer
λέγεται
σεπαρέ
.
séparer
σημαίνει στα ελληνικά
χωρίζω / διαχωρίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- séparer / délimiter : διαχωρίζω ομάδα χαρακτήρων
- séparer : διαχωρίζω
- ségréger / se séparer : διαχωρίζω / διαχωρίζομαι
- fondre / se dessouder : απότηξη / διαχωρισμός από τήξη
- séparé : χωρισμένη / χωρισμένος
- père séparé : πατέρας ευρισκόμενος σε διάσταση (Deprecated)
- vote séparé : χωριστή ψηφοφορία
- mère séparée : μητέρα ευρισκόμενη σε διάσταση
- VSM / viande séparée mécaniquement : κρέας μηχανικά διαχωριζόμενο
- CBS / citerne à ballast séparé : SBT / δεξαμενή διαχωρισμένου έρματος
Subscribe
0 Comments