Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

septique στα ελληνικά
septique
λέγεται
σεπτίκ
.
septique
σημαίνει στα ελληνικά
σηπτικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- braxy / bradsot : εντεροτοξαιμία
- fosse septique : σηπτική τάφρος
- fosse septique : σηπτική δεξαμενή
- angine septique : σηπτική κυνάγχη
- ictère septique : σηπτικός ίκτερος
- iritis septique : σηπτική ιρίτις
- fosse septique : σηπτικός βόθρος
- bursite septique : σηπτική θηλακίτις
- arthrite septique : σηπτική αρθρίτις
Subscribe
0 Comments


