Εφαρμογή του

serré στα ελληνικά
serré
λέγεται
σερέ
.
serré
σημαίνει στα ελληνικά
στενός / σφιχτός / σφιγμένος / πυκνός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- SEQE-UE / SEQE de l'UE : ΣΕΔΕ / σύστημα εμπορίας εκπομπών ΕΕ
- puits / espèce puits : καταβόθρα / καταβόθρα αερίων θερμοκηπίου
- serre : θερμοκήπιο
- serre / tampon : προσαρτημένο θερμοκήπιο / θερμοκήπιο για θέρμανση κατοικíας
- serre : λώρος
- AGGG / Groupe consultatif pour les gaz à effet de serre : Συμβουλευτική Επιτροπή του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον
- GES / gaz à effet de serre : ΑΘ / αέρια του θερμοκηπίου
- plan national d'allocation de quotas (Preferred) / plan national d'allocation de quotas d'émission de gaz à effet de serre (Preferred) : NAP / εθνικό σχέδιο κατανομής
- visser / boulonner : βιδώνω
- étrier / serre-câble : μπουλντόγκ / σφιγκτήρας
Subscribe
0 Comments