Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

servitude στα ελληνικά
servitude
λέγεται
σερβιτύντ
.
servitude
σημαίνει στα ελληνικά
δουλεία / δουλικότητα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- servitude : μερική δουλεία
- servitude / droit d'usage : δουλεία
- servitude : δουλεία
- servitude de vue : δουλεία θέας / δικαίωμα φωτισμού
- prise de servitude : σύνδεσμος εξυπηρέτησης
- servitude foncière : κτηματική δουλειά / δουλειά επί κτήματος
- relais de servitude : ηλεκτρονόμος συστημάτων εξυπηρέτησης
- servitude pour dette : δουλεία για χρέη
- module de servitude : εγκαταστάσεις διαμονής πληρώματος
Subscribe
0 Comments


