Εφαρμογή του

sexualité στα ελληνικά
sexualité
λέγεται
σεξυαλιτέ
.
sexualité
σημαίνει στα ελληνικά
σεξουαλικότητα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- sexualité : γεννητικότητα
- sexualité duelle : αμφισεξουαλικότητα
- droit en matière de sexualité : δικαιώματα για σεξουαλικά θέματα
- sexualité liée à un partenaire déterminé : μονογαμία
Subscribe
0 Comments