Εφαρμογή του

ski στα ελληνικά
ski
λέγεται
σκι
.
ski
σημαίνει στα ελληνικά
σκι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ski / skier : χιονοδρομία
- ski / patin : έλκυθρο
- ski / patin : πέδιλο ελέγχου του βάθους σποράς
- après-ski : μποτάκια για πριν και μετά το σκι
- saut de ski : άλμα σκι
- piste de ski : διάδρομος χιονοδρομίας
- train à skis : σκέλος προσγείωσης με πέδιλα
- piste de ski : πίστα σκι
- ski nautique : θαλάσσιο σκι
- avion à skis : αεροπλάνο με σκί
Subscribe
0 Comments