Εφαρμογή του

soudain στα ελληνικά
soudain
λέγεται
σουντέν
.
soudain
σημαίνει στα ελληνικά
ξαφνικός / ξαφνικά / αίφνης
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- crue éclair / crue brutale : στιγμιαία πλημμύρα
- MSIN / mort du berceau : αιφνίδιος θάνατος βρεφών
- arrêt soudain : αιφνίδια ανάσχεση
- cabrage soudain : αιφνίδια ανακαμπή
- flambée soudaine : αναλαμπή / ξαφνική λάμψη
- dérangement soudain : αιφνίδια βλάβη / αιφνίδια αποτυχία
- défaillance soudaine : αιφνίδια βλάβη
- défaillance soudaine : ξαφνική αστοχία / απρόβλεπτη βλάβη
- défaillance soudaine : απρόοπτη βλάβη
- dommage soudain et imprévu : ξαφνική και απρόβλεπτη ζημία
Subscribe
0 Comments