Εφαρμογή του

souder στα ελληνικά
souder
λέγεται
σουντέ
.
souder
σημαίνει στα ελληνικά
κολλάω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- souder : συγκολλώ
- soude : Σόδα
- soude / carbonate de sodium : ανθρακικό νάτριο
- soude : αλμυρίδι / σαλσόλα το κάλι
- brasure / soudure : ηλεκτροκόλληση / οξυγονοκόλληση
- soude / oxyde de sodium : οξείδιο του νατρίου
- sulfate / sulfate de soude : σουλφάτ
- soudé / greffé-soudé : συγκολλημένο εμβολιασμένο μόσχευμα
- E524 / soude caustique : υδροξείδιο του νατρίου
- TLRS / très long rail soudé : συνεχής συγκολλημένη σιδηροτροχιά πολύ μεγάλου μήκους
Subscribe
0 Comments