Εφαρμογή του

souffler στα ελληνικά
souffler
λέγεται
σουφλέ
.
souffler
σημαίνει στα ελληνικά
φυσάω / ξεφυσάω / ξανασαίνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- former / souffler : διαμορφώνω με εμφύσηση
- soffione / soufflard : soffione / ατμοπήδακας
- souffleur / soufflante : πτερωτή
- soufflé : αναπνέον
- souffle : εκρηκτικό κύμα πιέσεως
- souffle : εκρηκτικό κύμα
- souffle / coup de souffle : εμφύσηση
- MAL rendu / non moulé : παραμορφωμένο από κακό φύσημα
- souffle : συνολικός θόρυβος με συνεχές φάσμα
- bruit / souffle : θόρυβος
Subscribe
0 Comments