Εφαρμογή του

soulever στα ελληνικά
soulever
λέγεται
σουλβέ
.
soulever
σημαίνει στα ελληνικά
σηκώνω / ξεσηκώνω / ανακινώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- carrelet / filet soulevé manoeuvré du rivage : μπέντουλας ακτής / δίχτυ που βυθίζεται κρεμασμένο και μανουβράρεται από τη στεριά
- balance / filet soulevé portatif : φορητός μπέντουλας
- filet soulevé / MUL : μπέντουλας / σταφνοκάρι
- NOX / bateau-filet soulevé, n.c.a. : σκάφη με ανυψωμένα δίχτυα (μη καταχωρημένα) (NOX)
- NB / bateau, un seul filet soulevé : σκάφος με ένα μόνο ανυψωμένο δίχτυ (NB)
- carrelet sur bateau / filet soulevé manoeuvré en bateau : μπέντουλας σκάφους / μεγάλος μπέντουλας που χρησιμοποιείται από σκάφος
- soulever l'incompétence : υποβάλλω ένσταση αναρμοδιότητας
- motif d'invalidité soulevé : λόγος ακυρότητας
- navire à un seul filet soulevé : σκάφος με ένα μόνο αθερινολόγο
- navire pêchant au filet soulevé / bateau pêchant au filet soulevé : αλιευτικό με καλαμωτά δίχτυα / αλιευτικό με ανυψωμένα δίχτυα
Subscribe
0 Comments