Εφαρμογή του

souscrire στα ελληνικά
souscrire
λέγεται
σουσκρίρ
.
souscrire
σημαίνει στα ελληνικά
συνεισφέρω / συνυπογράφω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- souscrire : προσφορά για αγορά αξιογράφων
- souscrire : υπογράφω σύμβαση εγγραφής
- souscrire : αποδέχομαι αγορά μετοχών
- capital émis / capital souscrit : εγγεγραμμένο κεφάλαιο / αναληφθέν κεφάλαιο
- débit souscrit / puissance souscrite : συμβατική υποχρέωση
- débit souscrit : συμβατική χρέωση
- souscrire ferme : αναλαμβάνω την έκδοση
- capital souscrit : καλυφθέν κεφάλαιο
- action souscrite : μετοχή που εκδόθηκε
- action souscrite : εκδοθείσα μετοχή
Subscribe
0 Comments