Εφαρμογή του

spécialiste στα ελληνικά
spécialiste
λέγεται
σπεσιαλίστ
.
spécialiste
σημαίνει στα ελληνικά
ειδικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- expert / spécialiste : εμπειρογνώμονας πεδίου
- expert / spécialiste : ειδικός
- spécialiste : ειδικών καθηκόντων / μέλος αποστολής ειδικών καθηκόντων
- gynécologue / spécialiste en gynécologie-obstétrique : γυναικολόγος
- oculiste / ophtalmologue : οφθαλμίατρος / οφθαλμολόγος
- dynamicien / spécialiste de la dynamique : ειδικός στην ατμοσφαιρική δυναμική / ειδικός της ατμοσφαιρικής δυναμικής
- manipulateur / spécialiste "charge utile" : επιμελητής βαρών / επιμελητής φορτίων
- réunion-débat / débat de spécialistes : συζήτηση πάνελ / συζήτηση με συντονιστή
- cambiste / spécialiste des changes : ειδικός σε θέματα συναλλάγματος
- nutritionniste / spécialiste de la nutrition animale : ειδικός στη διατροφή των ζώων
Subscribe
0 Comments