Εφαρμογή του

standard στα ελληνικά
standard
λέγεται
στανντάρ
.
standard
σημαίνει στα ελληνικά
στάνταρ / κέντρο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- degré / norme : μέτρο / τύπος
- standard : τηλεφωνικό κέντρο
- standard : πίνακας χειρισμού
- standard : μεταλλάκτης PBX
- multiple / multiple manuel : πολλαπλός μεταλλάκτης
- multiple / standard multiple : πολλαπλός χειρισμός χειριστηρίου
- central / bureau central : τηλεφωνικό κέντρο
- écart type / déviation standard : τυπική απόκλιση
- progiciel / logiciel standard : πακεταρισμένο software
- clause type / clause contractuelle type : γενικές ρήτρες
Subscribe
0 Comments