Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

stationnaire στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
stationnaire
λέγεται
στασιονέρ
.
stationnaire
σημαίνει στα ελληνικά
στάσιμος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • stationnaire / à poste fixe : στάσιμο / σε σταθερή θέση
  • phase fixe / phase stationnaire : στατική φάση
  • élévateur fixe / élévateur stationnaire : σταθερός ανυψωτήρας
  • ROS-mètre / indicateur d'ondes stationnaires : μετρητής στάσιμων κυμάτων
  • vol stationnaire : μετεώριση / μετεωρισμός
  • vol stationnaire : στάσιμη πτήση / πτήση μεταιωρήσεως
  • état stationnaire : στάσιμη κατάσταση
  • onde stationnaire : παφλασμóς / μóνιμο κÙμα
  • installation fixe / installation stationnaire : στατική εγκατάσταση
  • onde stationnaire : στάσιμο κύμα

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments